- φρυγμός
- φρῠγ-μός, ὁ,A drying, roasting, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φρυγμός — drying masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρυγμός — ο, ΝΜΑ [φρύγω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φρύγω … Dictionary of Greek
φρυγμόν — φρυγμός drying masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρύξη — η / φρῡξις, ύξεως, ΝΑ [φρύγω] φρυγμός, ψήσιμο, καβούρντισμα νεοελλ. (μεταλργ. χημ.) μεταλλουργική διεργασία που συνίσταται στη θέρμανση μιας ανόργανης χημικής ένωσης μετάλλου ή ενός μεταλλεύματος, με παρουσία ατμοσφαιρικού αέρα, και η οποία… … Dictionary of Greek